- αζάτι
- (άκλιτο)1. απεριόριστα, ελεύθερα (συνάπτεται συνήθως με τα ρήματα αφήνω, γίνομαι, πηγαίνω, κάνω κ.ά. και έχει επίρρ. σημασία)2. φρ. «αφήνω αζάτι», αφήνω κάποιον ελεύθερο«γίνομαι αζάτι», απελευθερώνομαι«κάνω αζάτι», απελευθερώνω(για αντρόγυνα) χωρίζω, παίρνω διαζύγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκοπερσική λ. azat.ΠΑΡ. αζατιά, αζάτικος].
Dictionary of Greek. 2013.